- αιολικές διάλεκτοι
- Ομάδα διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που περιλάμβανε στη Μικρά Ασία τη λεσβιακή ή αιολική και στην ηπειρωτική Ελλάδα τη θεσσαλική και τη βοιωτική. Στα ομηρικά έπη συναντώνται συχνά μορφές μη ιωνικές, αλλά αιολικές (αιολισμοί). Μερικές φορές οι τύποι αυτοί βρίσκονται σε συνάρτηση είτε με την τεχνική του στίχου είτε με απόψεις της θρησκευτικής και μυθικής λατρείας και είναι επομένως σταθερά συνδεδεμένες με την ποιητική παράδοση που προηγείται της ομηρικής εποχής και είχε διαμορφωθεί μέσα σε αιολικό περιβάλλον.
Dictionary of Greek. 2013.